- αποναρκώνω
- -ωσα, -ώθηκα, -ωμένος1. ρίχνω κάποιον σε βαθύ ύπνο, κάνω κάποιον αναίσθητο: Πριν εγχειρήσουν τον άρρωστο τον απονάρκωσαν.2. καθησυχάζω δόλια κάποιον, τον αποκοιμίζω: Ύπουλα τον απονάρκωνε όλα αυτά τα χρόνια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.