αποναρκώνω

αποναρκώνω
-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος
1. ρίχνω κάποιον σε βαθύ ύπνο, κάνω κάποιον αναίσθητο: Πριν εγχειρήσουν τον άρρωστο τον απονάρκωσαν.
2. καθησυχάζω δόλια κάποιον, τον αποκοιμίζω: Ύπουλα τον απονάρκωνε όλα αυτά τα χρόνια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποναρκώνω — (Μ ἀποναρκῶ, όω, Α ἀποναρκοῡμαι, όομαι) νεοελλ. ναρκώνω κάποιον αρχ. μσν. είμαι εντελώς ναρκωμένος ή μουδιασμένος …   Dictionary of Greek

  • αποχαυνώνω — (Μ ἀποχαυνῶ, όω) καθιστώ κάποιον χαύνο, άτονο, αποναρκώνω …   Dictionary of Greek

  • εκπηγνύω — (AM ἐκπηγνύω, Α και ἐκπήγνυμι) νεοελλ. μπήγω, καρφώνω κάτι σε μια επιφάνεια αρχ. Ι. 1. καθιστώ κάτι τελείως στερεό 2. αποναρκώνω II. ( ομαι) 1. πήζω 2. παγώνω, γίνομαι πάγος …   Dictionary of Greek

  • αποκαρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, αποναρκώνω, αποχαυνώνω: Η ζέστη τον είχε αποκαρώσει. Ουσ. αποκάρωση, η και αποκάρωμα, το ατος, αποχαύνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”